φιλόκαινον

φιλόκαινον
φιλόκαινος
loving novelty
masc/fem acc sg
φιλόκαινος
loving novelty
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλόκαινος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει καθετί το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαινον η αγάπη για τις καινοτομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καινός «νέος, καινούργιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”